- πραγματιστής
- ο, θηλ. πραγματίστρια, Νοπαδός τού πραγματισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pragmatist (< πραγματικός + -ιστής*). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πραγματισταί, μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.